- κέδρος
- Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών.
1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η επιστημονική του ονομασία είναι γιουνίπερος ο κοινός. Το ύψος του είναι μάλλον περιορισμένο και έχει τάση να σχηματίζει πολλούς βλαστούς, που του δίνουν την όψη θάμνου. Τα φύλλα του είναι βελονοειδή, σκληρά, αιχμηρά, φέρουν στην κάτω επιφάνεια τρόπιδα και στην επάνω μια κυανόλευκη γραμμή και έχουν την τάση να διατάσσονται σε τριμελή σπονδυλώματα. Είναι φυτό δίοικο, δηλαδή τα άρρενα και θήλεα άνθη βρίσκονται σε διαφορετικά φυτά, στα οποία τα σπέρματα ωριμάζουν κατά τον δεύτερο χρόνο ζωής. Τα άνθη σχηματίζουν ίουλους που φέρονται στις μασχάλες των φύλλων. Οι καρποί του είναι ραγόμορφοι, σαρκώδεις, σφαιρικοί, κυανομελανοί, πολύ αρωματικοί, με τρία σπέρματα. Το ξύλο είναι συμπαγές, ευκολοκατέργαστο και κατάλληλο για λειτουργική κατεργασία. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται στη φαρμακολογία για την εξαγωγή διουρητικών παρασκευασμάτων και κατά της δυσπεψίας, ως άρτυμα φαγητών και για την παρασκευή οινοπνευματωδών ηδύποτων (τζιν, ρακί του κ. κλπ.). Χρησιμοποιείται, επίσης, ως διακοσμητικό. H λατινική του ονομασία είναι Juniperus communis.
Στο ίδιο γένος ανήκει και ο γιουνίπερος ο δυσοσμώτατος, είδος ψυχρόβιο που αυτοφύεται σε πολλά μέρη της υποαλπικής περιοχής της Ελλάδας και άλλων χωρών. Είναι μικρό δέντρο, πολύκλαδο με πολύ μικρά φύλλα, λεπιδόμορφα, που θυμίζουν λίγο τα φύλλα του κυπαρισσιού· οι άρρενες και θήλεις ίουλοι φέρονται από το ίδιο ή διαφορετικά φυτά και τα σπέρματα ωριμάζουν το ίδιο έτος που εμφανίζεται το άνθος. Οι καρποί, ραγόμορφοι, είναι μελανοί και περικλείουν μικρά δηλητηριώδη σπέρματα. Έχει τις ίδιες ιδιότητες με τον γιουνίπερο τον κοινό και χρησιμοποιείται στη φαρμακολογία όπως και αυτός.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει ακόμα τα είδη: γιουνίπερος ο οξύκεδρος, ο μακρόκαρπος, ο υψικάρηνος και ο φοινικικός.
2. Γένος γυμνόσπερμων φυτών της οικογένειας των πευκιδών (κωνοφόρα) που περιλαμβάνει τέσσερα είδη:
κ. η ατλαντική (Cedrus atlantica). Δέντρο μακρόβιο, αειθαλές, ύψους 30-40 μ., με κόμη πυραμιδοειδή, αραιή, ανώμαλη και βελόνες γλαυκοπράσινες, μήκους 25 χιλιοστών, κατά δέσμες. Οι κώνοι του είναι όρθιοι, μήκους 5-7 εκ., πορφυροϊώδεις. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -25°C. Είναι ιθαγενές των ορέων της Αλγερίας. Έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες (χρυσίζουσα, πυραμιδοειδής, γλαυκή) με μεγάλη καλλωπιστική αξία, κατάλληλες για διακόσμηση κήπων και πάρκων.
κ. της Κύπρου (Cedrus brevifolia). Δέντρο, το οποίο όταν ωριμάσει φέρει ανοιχτά κλαδιά και κορμό γκρίζο-ασημένιο με ραβδώσεις. Τα φύλλα του είναι βελονοειδή με οξύληκτα άκρα, μεγέθους μέχρι 1,5 εκ. και χρώματος γκριζοπράσινου έως πράσινου, που οργανώνονται σε σπονδυλώματα των 20-30 μελών. Είναι αυτοφυές της Κύπρου και φθάνει σε ύψος τα 25 μ.
κ. του Λιβάνου (Cedrus libani). Μεγαλοπρεπές δέντρο, το οποίο παρουσιάζει βραδεία ανάπτυξη· είναι ιθαγενές της Ασίας και ακριβέστερα του Λιβάνου και της Συρίας· αναφέρεται στη Βίβλο. Οι Εβραίοι το είχαν καταστήσει έμβλημα της δύναμης και του μεγαλείου. Μπορεί να φτάσει τα 30 μ. σε ύψος και ο κορμός του τα 10 μ. σε περίμετρο. Έχει πολλούς κλάδους, διατεταγμένους κατά κανονικά επίπεδα· τα φύλλα του είναι βελονοειδή, σκουροπράσινα και αειθαλή· φέρει αρσενικά άνθη, τα οποία οργανώνονται σε κιτρινωπούς ιούλους και θηλυκά που σχηματίζουν ιούλους πιο κοντούς, σχεδόν σφαιρικούς, που μετατρέπονται σε κώνους ωοειδείς, χοντρούς, καλυμμένους από πυκνά δερματώδη λέπια.
Το ξύλο του κ. είναι σκουρόχρωμο καφέ ή μαύρο με λίγες ραβδώσεις· υποβάλλεται εύκολα σε κατεργασία και μπορεί να κοπεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή επίπλων, μολυβιών κλπ. Από αυτό εξάγεται, επίσης, ρητίνη και έλαιο που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία· το έλαιο αυτό χρησιμοποιείται ακόμα για παρατηρήσεις παρασκευασμάτων στα μικροσκόπια. Φυτεύεται στους κήπους και στα πάρκα για καλλωπιστικούς σκοπούς.
κ. η ντεοντάρα (Cedrusdeodara). Αειθαλές δέντρο, ιθαγενές των Ιμαλαΐων, ύψους μέχρι 40 μ., με κόμη πυραμιδοειδή και κορυφή ελαφρώς κυρτή. Έχει οριζόντιους βραχίονες, λείο γκρίζο φλοιό, και ανοιχτοπράσινες βελόνες, μακρύτερες από εκείνες των προηγούμενων ειδών. Ευδοκιμεί σε όλα τα βαθιά, πλούσια και δροσερά εδάφη και αναπτύσσεται αρκετά γρήγορα. Ποικιλίες της είναι η αργυρόχρους, η χρυσίζουσα, η ισχυρά. Όπως και τα προηγούμενα είδη, εκτιμάται ως κομψό καλλωπιστικό δέντρο και φυτεύεται στους κήπους και στα πάρκα.
Ο κ. είναι ένα από τα φυτά στα οποία αποδίδεται ο χαρακτηρισμός μπονσάι.
Κλαδιά και καρποί του φυτού κέδρος.
Κέδρος του Λιβάνου, μακρόβιο κωνοφόρο εντυπωσιακών διαστάσεων? αποδίδει έλαιο και ρητίνη που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία.
* * *ο και κέδρος, η και κέδρο, το (ΑΜ κέδρος, ἡ και ὁ και κέδρον, το)βοτ.1. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες2. κοινή ονομασία διαφόρων κωνοφόρων δέντρων που μοιάζουν με το ομώνυμο δέντρο στο ότι είναι αειθαλή και έχουν αρωματική κόκκινη ή κοκκινωπή ξυλείαμσν.(το ουδ.) τo κέδρονθυμίαμα, λιβανωτό, λιβάνιαρχ.1. συνεκδ. ο καρπός τού κωνοφόρου δέντρου κέδρος2. καθετί κατασκευασμένο από ξύλο κέδρου3. κέδρινο φέρετρο, κέδρινο κιβούρι4. κέδρινο κιβώτιο ως κυψέλη τών μελισσών5. το αρωματικό έλαιο που παράγεται από τη ρητίνη τού κέδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *ked- «καπνίζω, μαυρίζω με καπνιά» και συνδέεται με αρχ. ινδ. kadru- «καστανός, αρχ. σλαβ. kaditi «καπνίζω, λιβανίζω», ρωσ. čad, λιθουαν. kadagӯs «κέδρος». Το λατ. cedrus είναι δάνειο από το ελλ. κέδρος και συνδέεται επίσης με ελλ. κίτρον (< λατ. citrum). Συνδέεται επίσης με ιταλ. cedro, αγγλ. cedar, γερμ. zeder.ΠΑΡ. κεδρέα, κεδρία, κέδρινος, κέδρο(ν), κεδρώνω(-ώ), κέδρωστις, κεδρωτόςαρχ.κεδρεάτις, κεδρίνεος, κεδρύς, κεδρίον, κεδρίτηςνεοελλ.κεδρί, κεδρώνας, κέδρωση.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεδρέλαιο(ν)), κεδρόμηλο(ν)αρχ.κεδρελάτη, κεδροπαγής, κεδροχαρήςνεοελλ.κεδροκούκουτσο. (Β' συνθετικό) οξύκεδρος].
Dictionary of Greek. 2013.